- πλανητός
- -ή, -όν, Α[πλανώμαι]1. περιπλανώμενος («τὸ τῶν σοφιστῶν γένος... πλανητὸν ὄv κατὰ πόλεις», Πλάτ.)2. μτφ. α) αυτός που πλανάται, που σφάλλειβ) αυτός που αλλάζει κάτιγ) ανώμαλος («πλανητὰ πάθη», Πλούτ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλάνητος — πλάνης wanderer masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλανητά — πλανητός wandering neut nom/voc/acc pl πλανητά̱ , πλανητός wandering fem nom/voc/acc dual πλανητά̱ , πλανητός wandering fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλανητόν — πλανητός wandering masc acc sg πλανητός wandering neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλανητοῖς — πλανητός wandering masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλανητοῦ — πλανητός wandering masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλανητούς — πλανητός wandering masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλανητῆς — πλανητός wandering fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλανητῷ — πλανητός wandering masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλασσοπλάνητος — θαλασσοπλάνητος, ον (Α) ο θαλασσόπλαγκτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + πλάνητος (< πλανώμαι), πρβλ. οινο πλάνητος, περι πλάνητος] … Dictionary of Greek
πολυπλάνητος — η, ο / πολυπλάνητος, ον, ΝΜΑ πολυπλανεμένος, αυτός που έχει πλανηθεί, που έχει βρεθεί άθελά του σε πολλά μέρη αρχ. 1. αυτός που αναφέρεται στις περιπλανήσεις ή προέρχεται από αυτές («δρομαίων... πολυπλανήτων... πόνων», Ευρ.) 2. (για χτυπήματα)… … Dictionary of Greek